- τρίστηλος
- -η, -ο, 1. (για κείμενο) αυτός που έχει τρεις στήλες που καταλαμβάνει τρεις στήλες (α. «τρίστηλο άρθρο» β. «τρίστηλος πίνακας» γ. «τρίστηλος τίτλος»)2. φρ. «τρίστηλο πλοίο» — τριίστιο, τικάταρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -στηλος (< στήλη), πρβλ. τετρά-στηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.